Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

ΓΙΑ ΕΝΑ ΦΙΛΟ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ



Μια από τις ωραιότερες, σε επίπεδο μορφής, και τις σημαντικότερες, σε επίπεδο ουσίας, επιστολές του Δημήτρη Λιαντίνη προς τον καλύτερο φίλο της νιότης του, Μίλτο Κηρυκόπουλο.
_______________
«Munchen 29-12-70
Με δέκα βιβλία απλωμένα απάνου σε μια επιφάνεια ρόδινου μόχθου με βρίσκει τώρα κι ο πόνος και το γράμμα σου. Απαρατάω την τρέλλα και την αφηρημάδα μου κι έρχομαι κοντά σου.
Φίλε γιατί στενά
ζεις? Επειδή γνώρισες μια νέα πλαγιά της ζωής? Αλλά αυτή είναι η μοίρα του ανθρώπου. Η ιερή και ευλογημένη καταξίωση του προορισμού του. Να γνωρίζει κάθε μέρα και καινούργια πράγματα. Ν’ αγναντεύει νέα λογγάδια, πτυχές, σχισμές, ξέφωτα, ορίζοντες. Να βαθαίνει τη φωτεινή αχτίδα μέσα στο υγρό σκοτάδι του αγνώστου. Να μαθαίνει, να μαθαίνει, να μαθαίνει. Ώσπου να φτάσει σε μια αρχή. Στο πρώτο σκαλοπάτι της αλήθειας. Στο πρώτο σκαλοπάτι του ποιητή, που λέει ο Καβάφης. Και να μαθαίνει μόνος του, όχι από τους σπουδαγμένους.
Νάτος, που μπήκες σαν αρχαίος Έλληνας κωμαστής κι εσύ στον αντρειωμένο χορό. Άνοιξες τη φλέβα, αχνίζει και χύνεται το αίμα σου, σπαταλιέται ανελέητα και ποτίζει της γνώσης σου το δέντρο. Το δικό σου πια δέντρο, που δε θα στο πάρει κανείς. Το βλέπουν οι άλλοι και αποστρέφουν τα μάτια, οι πολλοί, ανίδεοι και κοιμισμένοι. Με την ίδια τρομάρα του Αδάμ, όπως εκείνος τόβλεπε την ώρα που άφηνε τον παράδεισο. Είναι το δέντρο σου που δεν μαραίνεται. Η αίτηση πού ‘καμες ζητώντας εισητήριο για των μακάρων το νησί, για την υπερβατική της ζωής πραγματικότητα. Καλώς ήλθες, αγαπημένε, φίλε. Εδώ ‘μαι και σε καρτερούσα. Βαπτισμένος τώρα κι εσύ στολισμένος, αρματωμένος, μυροβλήτης, παλληκαράς αθέατος με μπόι σαν της λεύκας και του Διγενή τον ίσκιο. Καλώς ήλθες στη χώρα της φωτιάς και της σιωπής, που τα δυό μαζί αδιάκοπα πολεμάνε να λιώσουν την κατάρα της Ανάγκης.
Σήμερα γιορτάζω τον επίσημο φιλοξενούμενο, τον πόνο σου. Κι η γνωριμία μου μαζί σου πλουταίνει μ’ ένα καινούργιο στοιχείο: τη διάσταση του απείρου. Ό,τι τόσα χρόνια μας έδενε, το βλέπω τώρα, σαν ένα ισχνό και ασθενιάρη πρόλογο. Ήταν μια έντρομη και αμφίβολη προετοιμασία – του πρόσκαιρου και αδύναμου ανθρώπου τα σημεία – που κάθε στιγμή ήθελε να γίνει σκόνη, καταστροφή και λησμονιά. Να πεθάνει τον άδικο και ατελέσφορο θάνατο κάθε ανθρώπινης σάρκας. Καλώς μας βρήκε η θεία αλλαγή. Γρήγορα συντελέσθηκε η μεταστροφή σου. Υπάρχει, έγινε η αρχή, που οδηγεί στο έσχατο και λαμπροπερίχυτο τέρμα. Στη μεταμόρφωση του Θαβώρ. Όπου ο άνθρωπος γίνεται θεός. Μπήκες στη μεγάλη πορεία και τη μεγάλη τροχιά.
Πρέπει μονάχα να ξεύρεις, ότι είσαι στην αρχή• και δεν πρέπει να χάσεις τα σημάδια. Μη ξεχάσεις τις μεγάλες αρχές, τις πλάκες του Νόμου. Η αγωνία και η τύψη του σήμερα πρέπει να μεταστοιχειωθεί σε γαλήνη και αταραξία. Ένα σιγαλέο παράπονο και βαθύ ενάντια στη μοίρα, που νάναι αίνος ευλογητικός και μουσικό πλημμύρισμα. Όπως η τρικυμία των ουρανών και τ’ αστροπελέκια στο τέλος γίνονται βροχή παραπονιάρα, γιομάτη βάλσαμο υπομονή και θρήνο.
Δεύτερος νόμος, το γέλιο σου κι η πράξη σου κι η χάρη σου νάναι η έκφραση του ψυχικού σου ποταμού: της στέρησης και της δυστυχίας και της γόνιμης θλίψης, που γεννιέται από τη γνώση, ότι τον άνθρωπο έπλασε η απεραντοσύνη του άπειρου με ανάστημα νάνου. Κι όταν βλέπεις το ουράνιο τόξο και το αρπάζεις στα χέρια σου σαν πορθητής και στρατηλάτης, αντί για κραυγές και θριάμβους να μπορείς να δακρύζεις, έτσι, με την απαντοχή και το στήριγμα της θυσίας, να περιμένουμε τη μεγάλη ώρα, το θάνατο, το κατά κόσμον τέλος. Κι είναι σκιά του ονείρου η ευτυχία.
Ο τρίτος μεγάλος νόμος είναι αγαπημένε φίλε, ο σεβασμός στον άνθρωπο. Μην αδικήσεις πάλι πια άνθρωπο και το σημερινό σου αμάρτημα θα συγχωρεθεί με γέλια και παινέματα και πολλές περγαμηνές. Ας είναι τούτο το τελευταίο σου κακό απέναντι στον άνθρωπο. Γιατί κι όταν ένα μονάχα αδικείς να ξέρεις ότι σ’ ολάκερο το γένος απλώνεται το κακό. Ας ουριοδρομείς στην καινούργια σου πελαγίσια στράτα του Αργοναύτη.
Κι εγώ ο στρατιώτης της ντάπιας, που ξέρει ότι κάποτε θα πέσει, στην πλατέα με τη μουσική και τα όργανα, ο έρημος πεζολάτης, ο δεσπότης στις κουρασμένες πολιτείες, είμαι κοντά σου πάντοτε.
Δικός σου
Δημήτριος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου